- εκατό
- οι, τα (AM ἑκατόν, οι, αι, ταΑ και αρκαδικός τύπος ἑκατόν)1. απόλυτο αριθμητικό που δηλώνει την ποσότητα τών δέκα δεκάδων2. στρογγυλός αριθμός που εκφράζει αόριστο πλήθος ή μεγάλο αριθμόνεοελλ.1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εκατότο εκατοστό έτος τής ηλικίας («ο παππούς έφτασε τα εκατό»)2. φρ. α) «εκατό φορές σού φώναξα», «εκατό φορές περιμένω» — επανειλημμένωςβ) «επί τοις εκατόν ή τοις εκατόν» — επίρρ. που δηλώνει το επιτόκιογ) «το εκατό μετά Χριστόν» — το εκατοστό έτος μετά Χριστόναρχ.(στους Καρχηδονίους) η αρχή τών εκατό και τεσσάρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ αθροιστικό τ. *dkmt-om < IE dekmt- «δέκα» (πρβλ. αρχ. ινδ. śatam, αβεστ. sat∂m, τοχ. Β΄ kannte, αρχ. σλαβ. sŭto κ.ά.). Το επίθημα -om οδήγησε στην υπόθεση ότι πρόκειται για τακτικό αριθμητικό, ενώ το αρχικό ε- που απαντά κυρίως στην Ελληνική προήλθε πιθ. από α- (με ανομοίωση ή με επίδραση τού εἷς) που ανάγεται σε IE *sm- (πρβλ. άπαξ). Κατ' άλλους, ο τ. εκατόν προήλθε από τον συνδυασμό τών ἓν κατόν < IE *sem kmtom «ένα εκατό» (πρβλ. τετρα-κάτ-ιοι και σύγχρ. αγγλ. one hundred).ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) εκατογκέφαλος, εκατόγχειρ(-ος)αρχ.εκατόγγυιος, εκατογκάρανος, εκατογκεφάλας, εκατόγκρανος, εκατόγκρηπις, εκατόζυγος, εκατόμπεδος, εκατόμπηχυς, εκατόμπολις, εκατόμπους, εκατομπτολίεθρος, εκατόμπυλος, εκατομφόνια, εκατονδεκάρουρος, εκατόνζυγος, εκατόνσεμνον μσν.-νεοελλ. εκατόλογανεοελλ.εκατό(γ)γραμμο, εκατόλιτρο, εκατόμμετρο, εκατομμύριο, εκατό(μ)φυλλο, εκατονθήμερο].
Dictionary of Greek. 2013.